ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ




ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ - ΕΘΙΜΑ

ΟΙ ΟΙΚΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ
Οι οικίες στις οποίες διέμεναν οι κάτοικοι του χωρίου μας ήσαν δύο ειδών: οι καλύβες (χαμοκέλες) και τα ανώγεια. Οι κλασικές καλύβες ήσαν ισόγεια πέτρινα σπίτια με δάπεδο από χώμα γλίνα ή από άμμο και ασβέστη πατημένα, ώστε να μην βγάζουν χώμα κατά το σκούπισμα με το σάρωθρο των νοικοκυρών.
Οι καλύβες είχαν σχήμα παραλληλόγραμμο και ήσαν διαιρεμένες σε δύο μέρη, ένα για την οικογένεια και το άλλο για τα κατοικίδια ζώα. Εκείνο που ήταν για την οικογένεια έφερνε τζάκι ν ανάβουν το χειμώνα φωτιά να μαγειρεύουν και να ζεσταίνονται, και ένα μικρό παράθυρο να φωτίζει το τζάκι;. Κοντά στο τζάκι στη φωτιά υπήρχε ο λυχνοστάτης με το λυχνάρι ή τη λάμπα με το πετρέλαιο και δίπλα από το τζάκι υπήρχαν τα κρεβάτια του ζεύγους και των παιδιών σανιδένια με στρώματα και προσκέφαλα από άχυρο.
Στο δεύτερο δωμάτιο έβαζαν από την πόρτα του τα κατοικίδια ζώα τους, ίππους (άλογα) ημιόνους (μουλάρια) και όνους (γαϊδούρια), τις οικόσιτες γίδες τους. Λίγο παραπάνω από τη ράχη των κατοικίδιων υπήρχε πάτωμα από σανίδες και επάνω σε αυτό έβαζαν οι νοικοκυραίοι τα αμπάρια με τα σιτηρά τους και τα μπαούλα με το γιούκο τους. Σ αυτά έστρωναν ψαθιά και κοιμόντουσαν το καλοκαίρι τα παιδιά τους.Στο δωμάτιο αυτό υπήρχε ένα μικρό παράθυρο να φωτίζεται και σ' αυτό η οικογένεια ανέβαινε με ξύλινη σκάλα.
Τα ανώγεια αποτελούνταν από υπερυψωμένες καλύβες με 2 μεγάλα δωμάτια, ένα με το τζάκι και ένα με την κρεβατοκάμαρα τα οποία χώριζαν μεταξύ τους με ξύλινη μεσάντρα ή με τσατμά από ξύλα ή καλάμια επιχρισμένα με ασβεστοκονίαμα και συγκοινωνούσαν με μία πόρτα.
Η μεσάντρα: (σάλα) είχε ξύλινο πάτωμα ενώ το τζάκι είχε από κάτω θόλο και επάνω στο θόλο υπήρχε χώμα με ασβεστοκονίαμα ή ήταν σκεπασμένο με ξύλινο πάτωμα και τζάκι στο οποίο μαγείρευαν και άναβαν φωτιά να ζεσταθούνε το χειμώνα.
Κάτω από τη μεσάντρα υπήρχε το κατώγι για τα κατοικίδια ζώα και κάτο από το τζάκι ήταν οι αποθήκες με τα αμπάρια που έβαζαν τα δημητριακά με τα βαρέλια που έβαζαν το κρασί και με τα κιούπια που έβαζαν τα λάδια της οικογενειάς τους.
Στα κατώγεια υπήρχε μια μεγάλη είσοδος μ ένα παράθυρο ή χωρίς παράθυρο, ενώ στο τζάκι(εννοεί όλο το δωμάτιο του τζακιού) του άνω μέρους του σπιτιού υπήρχε ένα μεγάλο παράθυρο να φωτίζει το τζάκι και ένα πορτάκι που έβγαινε οι οικογένεια για το αποχωρητήριο που ήταν στην αυλή ή στον κήπο του σπιτιού ενώ στη μεσάντρα υπήρχε μία πόρτα προς την πλευρά της δύσεως που άνοιγε στο χαγιάτι του σπιτιού με το μπαλκόνι και δύο παράθυρα δίπλα της και από ένα παράθυρο στις δύο άλλες πλευρές της κρεβατοκάμαρας.
Στην κρεβατοκάμαρα κοιμόταν τα ανδρόγυνα στη νεαρή ηλικία τους και τα παιδιά δίπλα στο τζάκι ενώ στη γεροντική τους ηλικία, τα παιδιά κοιμόντουσαν στην κρεβατοκάμαρα και οι γονείς τους στο τζάκι.
Δίπλα στο παράθυρο του τζακιού υπήρχε ο νεροχύτης και η φουφού του μαγειρείου της οικογένειας.
Τους ξένους οι νοικοκυραίοι τους υποδέχονταν στην κρεβατοκάμαρα (σ. σάλα) που υπήρχε το τραπέζι με τα καθίσματα για τους φιλοξενούμενους και στους τοίχους κάδρα με φωτογραφίες ολόκληρης της οικογένειας και των συγγενών τους.
Όλες οι οικίες των κατοίκων του χωριού μέχρι το 1936 είχαν τους χειμερινούς κήπους τους στους οποίους έσπερναν την άνοιξη διάφορα λαχανικά: (Λεποντιές, αγκινάρες, σινάπια,κουκιά, σκόρδα, κρεμμύδια, σέσκουλα, ραδίκια κ.α) ενώ το φθινόπωρο τους έσπερναν γρασίδια για τις οικόσιτες γίδες τους ή χλωρή νομή για τα κτήνη τους (άλογα, μουλάρια, γαϊδούρια κλπ).
Έπειτα μερικοί συγχωριανοί μας είχαν και κήπους ποτιστικούς, που το καλοκαίρι φύτευαν καλοκαιρινά ζαρζαβατικά, μπάμιες, μελιτζάνες, φασολάκια, αγγουριές, πεπονιές, μπλεζενιές (σ. καρπουζιές) κ.α.
Ένας καλός νοικοκύρης στην Αγαλιανή είχε τα χωράφια του και έβγαζε τα σιτηρά του, το αμπέλι του για κρασί, τις οικόσιτες γίδες του για κατσίκια, γάλα και τυρί. Είχε τις ελιές του για λάδι, είχε το χοιρινό του για παστό, είχε τις κότες του, είχε τη συκιά του, τη γάτα του, το σκυλί του.
Είχε το κουστούμι του και η γυναίκα του το φορεμά της, είχε τα επιπλά του, τραπέζι φαγητού και της μέσης, καρέκλες, εικονοστάσιο του Αγίου με το καντήλι. Είχε κρεβάτια, καναπέ, βαρέλι για το κρασί, ζάρα για το λάδι. είχε αργαλειό για να υφαίνει η γυναίκα του με τις κόρες του.
Είχε και το ζευγάρι των ζώων, για μεταφορές, για να σπέρνει τα χωράφια του κ.λ.π.


ΟΙ ΕΝΔΥΜΑΣΙΕΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΓΑΛΙΑΝΗΣ
Προτού οι Αγαλιαναίοι ντυθούν τα Ευρωπαϊκά ρούχα τους, καπέλο, σακάκι, γιλέκο, κάλτσες, φτιαγμένα από φραγκοράφτες, παπούτσια κοφτά, φορούσαν τα καθημερινά και τα γιορτινά τους ρούχα.
Τα καθημερινά τους ρούχα τα φορούσαν κάθε πρωί και πήγαιναν στη δουλειά τους.
Αυτά αποτελούνταν από έναν σκούφο, ένα μακρύ πουκάμισο, περιλαίμιο, στηθάτο, φουστανελάτο υφαντό με ένα μπενοβρέκι όμοιο χρώμα ή λευκό με σούρες και έσφιγγε με βρακοζώνι είχε θηλειά, ενώ τα μπατζάκια του τα περνούσε κάτω από το πέλμα, με κάλτσες και γουρουνοτσάρουχα ή στυβαλένια παπούτσια με πρόκες.
Τα γιορτινά τους ρούχα τα φορούσαν κάθε Κυριακή και πήγαιναν στην εκκλησία, στα μαγαζιά, στην πόλη και αποτελούνταν από ένα βελούδινο σκούφο ένα κοντογούνι βελούδινο μπλε χρυσοκεντημένο με χρυσοκλωστές, ένα άσπρο πουκάμισο μεταξωτό, γιλέκο, παντελόνι φουφουλωτό που στένευε κάτω από τα γόνατα, περικνημίδες βελούδινες που σκέπαζαν τα λουστρίνια παπούτσια τους και μπροστά στην κοιλιά τους φορούσαν σελάχι δεμένο από τη μέση τους με λουρί, επάνω στο σελάχι τους έβαζαν μεταξωτή μεσσήνα. Πάνω από τη στολή τους έφεραν ένα μπλε μάλινο παλτό όλα ραμμένα από καλφάδες.
Τα θερινά φορέματα των γυναικών αποτελούνταν από ένα μπαρέζιν στο κεφάλι, λευκό για τις νέες, καφέ για τις μεσόκοπες και κίτρινο ή άλλο χρώμα για τις γριές και τα μαλλιά τους πλεγμένα πλεξίδες τυλιγμένες με το μαντήλι (φακιόλι), μία πόλκα και ένα φουστάνι υφασμένο σε αργαλειό και παπούτσια κοφτά με γλώσσα από δέρμα σεβρόν.
Τα γιορτινά τους αποτελούνταν από ένα σκούφο βελούδινο μπλέ με τσαπράζια, ένα κοντογούνι μπλε βελούδινο χρυσοκεντημένο με χρυσοκλωστή, ένα φόρεμα ταφτά μέχρι αλατζά με πολλά σφιχτά κουμπάκια, κάλτσες άσπρες και παπούτσια αδιάβροχα κι επάνω από τα ρούχα φορούσαν ένα γιουρντί (συγκούνι) χρυσοκεντημένο και κουμπωμένο από τη μέση και επάνω. Φορούσαν και μάλλινες μπαλαρίνες.
Τα βελούδινα ρούχα των ανδρών τα έκοβαν και τα έραβαν οι καλφάδες, ενώ τα μάλλινα τα έκοβαν και τα έραβαν οι τερζήδες. Εκτός των ανωτέρω ρούχων οι νοικοκυραίοι της Αγαλιανής φορούσαν το χειμώνα ρούχα μάλλινα μπλε υφαντά σκουφί γιλέκο παντελόνι φουσκωτό με σούρες στη μέση, κάλτσες μάλλινες και αρβύλες.
Οι πλούσιοι νοικοκυραίοι φορούσαν την Εθνική ενδυμασία που φορούσαν ο Όθων και η Αμαλία. Επίσης οι κάτοικοι όταν φορούσαν τα γιορτινά τους παιρνούσαν στο λαιμό τους μεταξωτές μεσσήνες. Τέτοια φορούσε ο Μήτσο Πατσώνης που είχε το σπίτι του στην Κάτω Ρούγα (αυτό που σήμερα ανήκει στον Ιούλιο Παρασκευόπουλου).
Τα ενδύματα που φορούσαν οι Αγαλιαναίοι προ των Ευρωπαϊκών ενδυμάτων ήσαν: α) οι άνδρες φορούσαν φουστανέλες χωρίς πτυχές πολλές, με πουκάμισο εφαρμοστό στο σώμα του και συγκρατημένο στη μέση με φαρδιά πάνινη ή πέτσινη ζώνη (σιλάχι).
Τα μπενοβρέκια τους και οι κάλτσες ήσαν λευκά μάλλινα και τα πουκάμισα χασές λευκός, ήταν το κύριο στόλισμα και έφθανε μέχρι τα γόνατα. Στη μέση δενότανε με ζώνη (σιλάχι).
Τα πανωφόρια τους έφθαναν μέχρι και τα γονατά τους. χρωματιστά ήσαν μόνο η ζώνη και το κάλυμμα της κεφαλής τους που ήσαν σαν κιδάρι που φορούσαν στο κεφάλι ή Κιδέρια Δήμητρα και η Άρτεμις. Τα υποδήματα τους ήσαν τσαρούχια με φούντες η ακατέργαστο δέρμα γιδίσιο, δεμένα με περαστά στις τρύπες δερμάτινα λουριά (τελαμώνες) όπως των αρχαίων, (γουρουνοτσάρουχα).
Μερικές φορές έριχναν στους ώμους τους έναν λυτό επενδύτη και στα χέρια τους κρατούσαν ξύλινες μαγκούρες (που θύμιζαν τους βοσκούς που περιγράφει ο Θεόκριτος στα βουκολικά ειδυλιά του).


ΤΑ ΦΑΓΗΤΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ 
Τα φαγητά των κατοίκων της Αγαλιανής τα οποία μαγείρευαν οι νοικοκυρές ήσαν φαγητά από τρόφιμα που παρήγαγαν από τους αγρούς τους, από τους κήπους τους και από τα κατοικίδια ζώα τους και τα πτηνά τους και ελάχιστα ήσαν από την αγορά της Κυπαρισσίας.
Τα φαγητά ήσαν χυλός με ζάχαρη, χυλοπίτες, τριφτιάδες, μακαρόνια χειροποίητα, πέτουλες, λαλαγγίδες, λαλαγκοψώματα, καρβέλια ψωμί, λαγάνες, κουλούρια με κανέλλα, μουστοκούλουρα, λουκουμάδες, τραχανάδες σαρακοστιανοί, Λαμπρινοί, χυλός σταρένιος,κούκλινος, χυλός με σαλιγκάρια, με βούτυρο και με χλωρή ρίγανη, λαχανόπιτες, αγριόχορτα με λέρχουδες, τυρόπιτες, κουραμπιέδες, αυγά τηγανητά, αυγά με παστό χοιρινό, κοτόπουλο βραστό, κοτόπουλο με πατάτες, κόκορας στιφάδο, βοδινό στιφάδο, ζυγούρι βραστό, φασόλια άσπρα μπουζιώτικα, φακές, πράσινα ψιλά φασόλια, μπρουσκοκοίλικα με χόρτα, φασόλια άσπρα φούρνου, παντεσπάνι, αυγά μάτια, γίδα βραστή, κατσίκι και αρνί ψητό στη σούβλα, ελιές σπαστές, ελιές ξυδάτες, χαρακτές ελιές λεμονάτες ή νερατζάτες.
Άγρια χόρτα με λεμόνι, χόρτα ψιλά τσιγαριστά, αγγινάρες ξυνάτες, ραδίκια βραστά, γάλα, γαλόπιτα, ξυνόγαλο, άρμη, τυρί φέτα, μυζήθρα, γιαούρτη, στριγκλιάτα, μπάμιες, μελιτζάνες, κολοκυθάκια, φασολάκια, πιπεριές, ντομάτες, μάπες, κουνουπίδια, σπανάκι, σέσκουλα, λεποντιές, σινάπια, αντίδια, ξυγκάθια βουτύρου, κορκοφίγκι.


ΤΑ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ ΜΑΣ 
  Κατά την περίοδο των ετών από το 1900-1960 στην περιοχή της Αγαλιανής οι κάτοικοι της ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, έβοσκαν ποίμνια αιγοπροβάτων και βοδιών, χοίρων κ.α, από τα οποία κέρδιζαν χρήματα από το γάλα τους το οποίο πουλούσαν στους μπακάληδες που έστηναν στον τόπο τους τυροκομία, από τα αρνιά και τα κατσίκια που πωλούσαν στους χασάπηδες της Κυπαρισσίας και του Κοπανακίου (σ. και της Ζαχάρως).ενώ κάθε νοικοκύρης από αυτούς
έβαζε το ξυνόγαλο, το τυρί σε δικό του βαρέλι, την άρμη, το βούτυρο και τις μυζήθρες του για να περάσει ολοχρονίς με την οικογενειά του. 
  Στο χωριό επικρατούσαν τα έθιμα της αλληλεγγύης βάσει των οποίων όποιος χωριάτης (σ. συγχωριανός) ήθελε να φτιάξει πρόβατα και ήταν φτωχός, του έδιναν οι άλλοι τσοπάνηδες του χωριού από ένα σφαχτό (σ. πρόβατο) και έτσι αποχτούσε και εκείνος το δικό του κοπάδι. 
  Επίσης όποιος ήθελε να φυτέψει δικό του αμπέλι στο χωριό τον βοηθούσαν συγγενείς και φίλοι και φύτευε και αυτός το αμπέλι του με τη λεγόμενη ξελασία. 
  Τις Άγιες ημέρες του Πάσχα οι χωρικοί μας έσφαζαν τους λαμπρίτες τους κι έπηζαν και το γιαούρτι τους. 
  Τις Άγιες ημέρες των Χριστουγέννων οι χωρικοί μας έσφαζαν κοτόπουλα, και τα έφτιαχνα σοΰπα ή μεμακαρόνια στριφτά με βούτυρο και μυζήθρα. , 
  Τις απόκριες; (σ. στην Αγαλιανή τα Χριστούγεννα τη δεύτερη κ.επ. ημέρες) όλοι στο χωριό έσφαζαν τα χοιρινά τους και έτρωγαν οι σφάχτες τηγανισμένα τον (γ)καρούτζο (σ. ψητό) και τα εντόσθια του γουρουνιού για να πιούν κρασί και να χιαρετίσουν το"καλοφάγωτο" 
  Ύστερα από μια εβδομάδα;; κομμάτιαζαν το σφαχτό και το πάστωναν στις στάμνες και είχαν το κρέας τους ολοχρονίς.
(σ. το χοιρινό το κομμάτιαζαν την άλλη ημέρα της σφαγής, το αλάτιζαν και το κρατούσαν στο αλάτι για 5-7 ημέρες, στη συνέχεια το"έλιωναν"και το έβαζαν στις στάμνες). 
  Όποιος ερχότανε στο σπίτι φιλοξενούμενος του έφτιαχναν πρόχειρα έναν καγιανά με παστό και αυγά από τις κότες τους. 
 Στο χωριό κάθε νοικοκύρης είχε το αμπέλι του το οποίο κλάδευε, έσκαβε κουτρούλια, το ράντιζε, το σβαρνούσε; το χαράκωνε;, το κορφολογούσε, το τρύγαγε πάταγε τα σταφύλια κι έβγαζε το μούστο, τον οποίο έριχνε στο"λουτριασμένο"βαρέλι του. Σε 40 ημέρες του έκλεινε την βαγενότρυπα (σ. ογνίτσα) και του Αγίου Δημητρίου άνοιγε την κάνουλα, για πρώτη φορά και έπαιρνε το πρώτο κανάτι το κρασί και κερνούσε τους φίλους του, τους οποίους είχε καλέσει ν ανοί ξουν τα βαρέλια του. 
 Οι καλεσμένοι του όταν έπιναν από το κρασί αυτό και ήταν καλό ευχόντουσαν"καλόπιοτο αφεντικό"και εκείνος τους απαντούσε
"ευχαριστώ παιδιά να είσαστε καλά και του χρόνου να χαρούμε με υγεία". Κατά το φθινόπωρο οι χωρικοί μας ράβδιζαν τα ελαιοδενδρά τους, μάζευαν τις ελιές τους, τις λίχνούσαν και σακιασμένες τις πήγαιναν στα ελαιοτριβεία του χωριού και έβγαζαν το λάδι της χρονιάς τους.
Την ημέρα δε αυτή στο ελαιοτριβείο τα παιδιά του νοικοκύρη έτρωγαν καψαλιστές φέτες ψωμιού βουτηγμένες στο λάδι και η μητέρα τους έφτιαχνε λαλαγκίδες και λαλαγγοψώματα. 
  Κατά το χρονικό διάστημα από το 1960-1975 μ.χ όλοι οι νέοι της Αγαλιανής εγγράμματοι και μη,έφυγαν από το χωριό εγκαταλείποντας τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και ανέβηκαν στην Αθήνα για εργασία και έγιναν εκεί νοικοκυραίοι στην πόλη των Αθηνών. 
  Σήμερα όμως νοσταλγούν το χωριό τους γιατί άφησαν σ αυτό τους γέρους γονείς τους και κατεβαίνουν κάθε φθινόπωρο να μαζέψουν τις ελιές τους και το καλοκαίρι να περάσουν τις θερινές διακοπές τους. Πολλοί άρχισαν να επισκευάζουν τα σπίτια τους διότι το χωριό μας είναι ένα ημιορεινό χωριό σε υψόμετρο 404 με δημόσιο δρόμο Κυπαρισσία - Καλονερό -Αγαλιανή - Βανάδα - (Σιδηρόκαστρο) - Πρόδρομος, με υδραγωγείο που εκπληρεί όλες τις ανέσεις μιάς ευχάριστης διαμονής. 
  Στην Αθήνα οι Αγαλιαναίοι έχουν φτιάσει Σύλλογο κι έρχονται κάθε Χριστούγεννα και Πάσχα να κάνουνε γιορτές με τους γονείς τους. 
  Ο σύλλογος φτιάχνει τους δρόμους μέσα στο χωριό, διαμορφώνει μικρές πλατείες που βρίσκονται στις ρούγε ςτου χωριού και φτιάχνουν τα μνημεία των προγόνων τους στο νεκροταφείο του χωριού μας. 
  Πολλά μπορούν να γίνουν ακόμη στο χωριό, και πρέπει να γίνουν διότι ο χρόνος έχει πισωγυρίσματα και πρέπει οι ξενιτεμένοι κάτοικοι να προχωρούν στην πρόοδο των οικογενειών τους στις πόλεις, αλλά και στην πρόοδο του χωριού τους που φωνάζει"παιδιά μου μη με εγκαταλείπεται, ίσως με χρειαστείτε".


ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΔΕΣΜΟΥ ΤΗΣ ΜΠΡΑΖΕΡΙΑΣ 
  Το έθιμο του Ιεροΰ δεσμού της Μπραζερίας (φιλικές ομάδες) μεταξύ των κατοίκων του χωριού της Αγαλιανής Τριφυλίας αναπτύχθηκε κατά τους χρόνους της δουλείας σε συνδυασμό με τις εντολές της φιλικής εταιρείας για να εξοικονομηθούν ευχερώς, αφ ενός μεν πολεμιστές για τις κλέφτικες ομάδες της περιοχής, αφ ετέρου εργατικά χέρια για τις γεωργικές εργασίες σε αντικατάσταση των πολεμιστών του αγώνα.
  Για το σκοπό αυτό ενώνονταν 6 άνδρες ενήλικες έγγαμοι με μια έγγαμη γυναίκα ή 6 έγγαμες γυναίκες με έναν έγγαμο άνδρα και αποτελούσαν έναν ιερό δεσμό, (φιλική ομάδα) οι οποίοι ήσαν μπραζέρηδες (φίλοι). Τα μέλη του ιερού δεσμού των μπραζέρηδων ήσαν από μια συνοικία του χωριού μας και τα χωράφια τους ήσαν στην ίδια περιοχή.
Οι συνιστώμενες μπραζερίες ήσαν είδος κουμπαριάς με αδελφική αγάπη, της οποίας τα μέλη συμφωνούσαν και ορκιζόντουσαν ότι θα συνεργάζονται και θα αλληλοβοηθούνται όταν το καλούν οι περιστάσεις, και θα διατηρούν καλές σχέσεις μεταξύ τους για το καλό του δεσμού και ότι θα αποφεύγουν να αποκαλύπτουν τις μυστικές τους αποφάσεις που θα έπαιρναν κατά τις συνομιλίες τους. Δια των ιερών δεσμών της μπραζερίας οι κάτοικοι του χωριού της Αγαλιανής πετύγχαναν να κάνουν όλες τις γεωργικές εργασίες τους, να έχουν αγαθές σχέσεις, να κάνουν δώρα μεταξύ τους, να δανείζονται μικροποσότητες ειδών τροφίμων κατά το χρόνο που μέλη των οικογενειών τους κατατάσσονταν στις τάξεις των αγωνιστών της Επαναστάσεως του 1821¬1828 και τις άλλες εκστρατείες του έθνους μέχρι της Μικρασιατικής εκστρατείας του έτους 1922.
  Τα μέλη των ιερών δεσμών της μπραζερίας ορκίζονταν μεταξύ τους στην εορτή της Αγάπης της Ανάστασης να τηρούν μεταξύ τους αιώνια φιλία.από τότε εθεωρούντο Σταυραδερφοί μεταξύ τους και προσφωνούσαν ο ένας τον άλλον"Αφέντη"ή"Κυρά"π.χ Αφέντη Σωτήρη ή Κυρά Γιώργαινα και υποστηρίζονταν με μεγάλο ενδιαφέρον στις μεταξύ των τρίτων σχέσεις τους. Στην επιτυχία των δεσμών τούτων βοηθούσαν πολύ οι καλοπροαίρετοι άνδρες του χωριού μας χωρίς να υπολογίζουν σε οικονομικά οφέλη εις βάρος των μελών τους, καθώς και οι πιστές σύζυγοι των επιστρατευμένων ανδρών του χωριού μας οι οποίες εργαζόντουσαν αγόγγυστα στους αγρούς μέχρις ότου επέστρεφαν οι άνδρες από τους πολέμους.
  Το έθιμο αυτό εμφανίσθηκε πολύ πριν την έναρξη του επαναστατικού αγώνα (1821) των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων και μέχρι λήξεως της Μικρασιατικής εκστρατείας.
  Από την εποχή της Μικρασιατικής εκστρατείας και μετά άρχισε να μεταβάλλεται το σύστημα της μπραζερίας, και να αντικαθίσταται με ιδιωτικά συμφωνητικά προς τον σκοπό όπως επιτύχουν και πάλι οι κάτοικοι του χωριού μας την καλλιέργεια των αγρών τους και των αμπελιών τους, τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου τους κλπ, οσάκις οι άνδρες έφευγαν οτο εξωτερικό για εξεύρεση εργασίας ή επιστρατευόντουσαν στις τάξεις του στρατού.
  Για τη συμφωνία αυτή, οι αναχωρούντες στο εξωτερικό ιδίως, έδιναν τα χωράφια τους στους ακτήμονες συγχωριανούς μας μησιακά, δηλαδή μοίραζαν τον καρπό: 2 μέρη ο νοικοκύρης και 1 ο καλιεργητής. Τα Αιγοπρόβατα μησιακά (κάθε τρία έτη που τα εμοίραζαν έπαιρναν 2 πρόβατα ο νοικοκύρης και ένα ο ποιμήν), τη δε νομή μοίραζαν παρομοίως.
  Τα ελαιοπερίβολα μησιακά (δύο μέρη έπαιρνε ο νοικοκύρης και ένα ο συγκομηδεύς (ο. σέμπρος). Τα ζώα τους (ίππους, ημίονους, όνους, βόδια) τα έδιναν με'γιούμουρο'τα νοίκιαζαν αντί μιάς ετήσιας ποσότητας σίτου.
  Επίσης ανά δύο οικογενειάρχες γινόντουσαν σέμπροι και συνεργάζονταν αλληλοδιαδόχως για καλλιέργεια των αγρών τους, για το δανεισμό των ζώων (από τον ένα στον άλλο) κάθε τρεις ημέρες της εβδομάδας.
  Για τις εργασίες οι οποίες απαιτούσαν ειδικευμένους τεχνίτες, όπως τα ελαιοτριβεία, οι ιδιοκτήτες τους κανόνιζαν να πληρώνουν τους εργάτες με το μερτικό τους, δηλαδή 6 μερίδες ελαιόλαδου έπαιρναν οι ιδιοκτήτες και 40 οι εργάτες με τα ζώα τους, δεδομένου ότι τα ελαιοτριβεία του χωριού, τρία τον αριθμό, ήσαν ιπποκίνητα. Για την εξοικονόμηση σπόρων κατά την καλλιέργεια των αγρών, οι κάτοικοι του χωριού μας έπαιρναν από τους"βασταμένους"
(σ. εύπορους)συγχωριανούς τους σπόρους με τόκο, δηλαδή έπαιρναν μία οκά και επέστρεφαν μία και μισή κατά τη συγκομιδή.

  Με τα ανωτέρω έθιμα οι κάτοικοι του χωριού της Αγαλιανής υπηρετούσαν δύο βασικούς σκοπούς: την εξυπηρέτηση του αγώνα εναντίον των τούρκων ο οποίος απαιτούσε πολεμιστές με υψηλό φρόνημα, και την εξοικονόμηση εργατικών χεριών για την καλλιέργεια των αγροκτημάτων τους για την παραγωγή αγαθών διαβίωσης των οικογενειών τους όταν απουσίαζαν από το χωριό τους.

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΞΕΛΑΣΗΣ 

  Έθιμο της ξέλασης το οποίο άνθησε μεταξύ των κατοίκων του χωριού της Αγαλιανής αφορούσε τη συγκέντρωση ορισμένων κατοίκων από ένα συγχωριανό μας για την εκτέλεση μιάς μαζικής γεωργικής εργασίας του, εφόσον εστερείτο χρημάτων ή (σ.ε και) για την εκτέλεση της.
  Το έθιμο αυτό είχε ευρέως αναπτυχθεί μεταξύ των κατοίκων του χωριού μας το οποίο αριθμούσε 500-700 κατοίκους από τα χρόνια της δουλείας και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 18ου και αρχές του 19ου μχ αιώνα (σ.ε έως τέλος του 19ου αιώνα).
  Για το σκοπό αυτό εκείνος που ήθελε να κάνει την ξέλαση, ανακοίνωνε την αποφασή του στα μαγαζιά του χωριού μας ότι την., τάδε Κυριακή ή Εορτή θα έχει ξέλαση και παρακαλούσε όλους τους συγχωριανούς (άνδρες και γυναίκες) να παρευρεθούν στην ξελασή του και να τον βοηθήσουν με όποιο τρόπο: άλλοι με το ζευγάρι τα ζώα τους, άλλοι αξιναρολόγοι (σβαρνιστές) κλπ,κλπ.Οι συγχωριανοί μας που λάβαιναν γνώση από τον ίδιο είτε από τον παπά της ενορίας από την προηγούμενη Κυριακή, πήγαιναν και τον βοηθούσα και ετελείωνε τη σπορά π.χ του χωραφιού του για την οποία δεν τον έπαιρνε ο χρόνος της σποράς ή του θερισμού ή τρυγητού του αμπελιού του. 
Την καθορισμένη ημέρα της ξέλασης ο νοικοκύρης αυτός ετοίμαζε φαγητό, πιοτό καΙ άλλα τρόφιμα για τους"εργάτες'του και όλοι, όσοι τους έτρωγαν έφευγαν ευχαριστημένοι από την εργασία της ξέλασης, και είχαν να λένε για το γεΰμα της ξέλασης του τάδε συγχωριανού τους.
  Προτού το μεσημεριανό γεΰμα η νοικοκυρά της ξέλασης γύριζε τον τόπο εργασίας και κερνούσε τους εργαζόμενους από ένα κρασί ή ένα ποτό για τόνωση τους σαν είδος προγεύματος. Μέχρι το βράδυ όλοι οι εργαζόμενοι έβαζαν τα δυνατά τους και τελείωναν την εργασία για να ευχαριστήσουν τον συγχωριανό τους.
  Όταν βράδιαζε και έπεφτε ο ήλιος στη θάλασσα όλοι οι εργαζόμενοι στην ξέλαση γύριζαν στο χωριό με τα εργαλεία της εργασίας τους στον ώμο και τραγουδούσαν συνήθως στο δρόμο της επιστροφής λόγω του ότι ήσαν'τσακιρεμένοι"από την ξέλαση, δηλαδή είχε σκοτιστεί ο νους τους από το πιοτό και κατέχονταν από ευθυμία.
  Ξέλαση έκαναν και εκείνοι οι συγχωριανοί μας που ήθελαν να φυτέψουν αμπέλια, ελιές, συκιές κλπ ή ήθελαν να σκαλίσουν σιτάρια, να διαλύσουν τα κουτροΰλια των αμπελιών τους η να χαρακώσουν τα αμπέλια; ή τις σταφίδες τους.
  Οι ξελάσεις αυτές, όπως μπορεί να φαντασθεί κανείς, βοηθούσαν πάρα πολΰ τους συγχωριανούς μας στις εποχικές τους εργασίες και έτσι δεν πάθαιναν ζημιές τα προϊόντα του μόχθου τους από τις διάφορες καιρικές ή άλλες συνθήκες που επικρατούσαν στην περιοχή του χωριού. 


Πληροφορίες από το ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΑΓΑΛΙΑΝΗΣ.


Για επικοινωνία με την ιστοσελίδα μας: κος Γεώργιος Χάλαρης, τηλ. 6944347609,
Ηλεκτρονική διεύθυνση: agaliani.trifilias@gmail.com

Επιστροφή στη σελίδα "ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΑΣ".

Πηγή: Λογισμικό "Σήμερα"

Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΗΜΕΡΑ